- γέρρα
- ηπόλεμος, μάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < (προβηγκ.) guerra ή < γαλλ. guerre].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γέρρα — γέρρον anything made of wicker work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέρρ' — γέρρα , γέρρον anything made of wicker work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ONOBALA — amnis siciliae, de quo sic Vir magnus, de Phoen. Colon. l. 1. c. 28. Prope Tauromenium, inquit, est amnis Tauromenius. quem Appianus appellat Onobalem: Παρέπλει, inquit, τὸν ποταμὸν τὸν Ὀνοβάλαν, καὶ τὸ ἱερὸν τὸ Ἀφροδίσιον, καὶ ὡρμτσατο εἰσ τὴν… … Hofmann J. Lexicon universale
γέρρον — γέρρον, το (Α) 1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς 2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού 3. το ψαθωτό τμήμα τής άμαξας 4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας… … Dictionary of Greek
γερροφόροι — γερροφόροι, οι (Α) ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, που κρατούσαν γέρρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + φορος < φέρω] … Dictionary of Greek